νεφελώδης

νεφελώδης
-ες (Α νεφελώδης, -ῶδες) [νεφέλη]
1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος («νεφελώδης ουρανός»)
2. όμοιος με σύννεφο («νεφελώδης κονιορτός»)
νεοελλ.
μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)
αρχ.
(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει θολερότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεφελώδης — cloudy masc/fem acc pl (attic epic doric) νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεφελώδης cloudy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. συννεφιασμένος: Ο καιρός θα είναι αύριο νεφελώδης. 2. σκοτεινός, αόριστος, αβέβαιος: Νεφελώδεις προοπτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφελωδέστερον — νεφελώδης cloudy adverbial comp νεφελώδης cloudy masc acc comp sg νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδη — νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεφελώδης cloudy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεφελώδης cloudy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελῶδες — νεφελώδης cloudy masc/fem voc sg νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεα — νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεφελώδης cloudy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεις — νεφελώδης cloudy masc/fem acc pl νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεες — νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεος — νεφελώδης cloudy masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεσιν — νεφελώδης cloudy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”